παρετυμολογώ

παρετυμολογώ
παρετυμολόγησα, παρετυμολογήθηκα, παρετυμολογημένος, ετυμολογώ λαθεμένα, ερμηνεύω την καταγωγή και την αρχική σημασία της λέξης λάθος: Το αγιόκλημα παρετυμολογείται από το άγιος + κλήμα, ενώ παράγεται από το αίγα + κλήμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρετυμολογώ — έω, ΝΑ νεοελλ. κάνω παρετυμολογία, ερμηνεύω εσφαλμένα την προέλευση και την αρχική μορφή και σημασία μιας λέξης αρχ. αναφέρομαι στην ετυμολογία μιας λέξης («παρετυμολογεῑ τὸν πόκον οὐ κακῶς», Σχόλ. Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • παρετυμολογία — η η εσφαλμένη ετυμολογία μιας λέξης, δηλ. η εσφαλμένη ερμηνεία τού ετύμου, τής αληθινής και αρχικής σημασίας και μορφής μιας λέξης και κατά συνέπεια η εσφαλμένη απόδοσή της. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”